- ξέσκεπος
- η , ο см. ξεσκέπαστος 1, 2;
§ γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο — погов, в нашем доме принято говорить открыто
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο — погов, в нашем доме принято говорить открыто
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέσκεπος — η, ο 1. ξεσκέπαστος 2. μτφ. απροκάλυπτος, ειλικρινής, ντόμπρος 3. παροιμ. «γεννήθηκα σε σπίτι ξέσκεπο» τά λέω όλα καθαρά και ξάστερα, είμαι ντόμπρος. επίρρ... ξέσκεπα απροκάλυπτα, φανερά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το… … Dictionary of Greek
ξέσκεπος — η, ο βλ. ξεσκέπαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβούλλωτος — η, ο [βουλλώνω] ξεβούλλωτος, απωμάτιστος, ξέσκεπος … Dictionary of Greek
ξεσκέπαστος — η, ο [ξεσκεπάζω] 1. αυτός που δεν έχει σκέπασμα, κάλυμμα, ξέσκεπος, ακάλυπτος 2. μτφ. αυτός που δεν κρύβει τίποτε, ειλικρινής … Dictionary of Greek
ξεσκέπαστος — ξεσκέπαστος, η, ο και ξέσκεπος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι σκεπασμένος, ο ακάλυπτος, ο αστέγαστος: Κι η βάρκα ύστερα θα φτάνει σε ξεσκέπαστο ανεμόδαρτο λιμάνι (Παλαμάς). 2. ειλικρινής, ευθύς, ίσιος, ντόμπρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)